Σπόριον

Σπόριον
Σπόριος
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπόριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόριον — τὸ, Α το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σαβινικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • σπορίου — σπόριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορίῳ — σπόριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσπόρια — τα, Ν 1. σπόροι σιτηρών και οσπρίων μαζί 2. (λαογρ.) μίγμα από δημητριακά και όσπρια, βρασμένα από κοινού, που τρώγονται ως εθιμικό φαγητό την ημέρα τής εορτής τών Εισοδίων τής Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου, η οποία, για τον λόγο αυτό, λέγεται και… …   Dictionary of Greek

  • σποριόφυτο — το, Ν βοτ. (στα φυτά που εμφανίζουν εναλλαγή γενεών) ο φυτικός οργανισμός που αντιπροσωπεύει τη διπλοειδή φάση στον κύκλο ζωής τού φυτού, δηλαδή η αγενής φάση στην εναλλαγή τών γενεών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporophyte (< σπόριον… …   Dictionary of Greek

  • σπόριο — Μικροσκοπικό όργανο, μονοκύτταρο ή όχι, της αγενούς αναπαραγωγής των θαλλόφυτων, βρυόφυτων, πτεριδόφυτων, που γι’ αυτό ονομάζονται από μερικούς και σποριόφυτα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα φυτά τα λεγόμενα σπερματόφυτα, στα οποία η αναπαραγωγή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”